"Αρχές Δεκέμβρη σε μια λαϊκή αγορά στο Αιγάλεω, δυο πιτσιρίκια να τσακώνονται σε ένα κάδο σκουπιδιών, για τα σάπια πράγματα που ΄χαν πετάξει οι άνθρωποι της λαϊκής. ..... Με πείραξε το γεγονός ότι πέρναγε ο κόσμος και μέσα σ΄ αυτόν τον κόσμο ήμουν κι εγώ. Και δεν κάναμε τίποτα. Ήμασταν αδιάφοροι!" (Κωνσταντίνος Πολυχρονόπουλος)
Τελικά αυτό το ρούχο της αδιαφορίας, είναι πολύ βαρύ, φτιαγμένο από ποιος ξέρει τι υλικό, ασήκωτο και αβόλευτο.
Και όμως το κρατάμε, επάνω μας και νομίζουμε μάλιστα ότι μας προστατεύει, ότι τάχα μας προφυλάσσει από τον περίγυρο που είναι βρώμικος, άρρωστος, πεινασμένος και κρυώνει.
Εμάς αυτό το ρούχο μας κρατά υποτίθεται καθαρούς, υγιής, χορτασμένους και ζεστούς.
Αλλά μπορεί και απλά από το βάρος του να μη νιώθουμε πια ότι κι εμείς είμαστε σαν αυτούς εκεί έξω, ότι κι εμείς ζούμε στη "βρωμιά", ότι κι εμείς κουβαλάμε "αρρώστιες" (κυριολεκτικά και μεταφορικά), ότι κι εμείς πεινάμε (όχι απαραίτητα για φαγητό ....), κι ότι κι εμείς κρυώνουμε (από μια άλλη παγωνιά, που ουδεμία σχέση έχει με την αντιμετωπίσιμη των καιρικών συνθηκών).
Ανάμεσα μας υπάρχουν άνθρωποι και των δυο κατηγοριών κι ο καθένας αφήνεται στο βάρος του ρούχου αυτού για διαφορετικούς λόγους, για λόγους που άλλοτε γνωρίζει κι άλλοτε δεν ψάχνει καν.
Λέμε δίνουμε στους ανθρώπους γύρω μας ....
Μα δίνουμε τελικά;
Πόσοι έχουμε το σθένος να δώσουμε αυτό που θεωρητικά μας περισσεύει και χωρίς να το κρατήσουμε σφιχτά για τις δύσκολες δικές μας μέρες κάτω από το βάρος της αδιαφορίας;
Και πόσοι έχουμε τη δύναμη να βάλουμε στην άκρη τα δικά μας ρουτινιάρικα, συνήθως, θεματάκια, για να δώσουμε σε αυτούς που τα ζηλεύουν και αποζητούν τη δική μας ρουτίνα;
Με αφορμή αυτό: Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΤΟΙΜΑΖΕΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΓΕΥΜΑΤΑ ΑΓΑΠΗΣ